philosophy and social criticism

La memoria, una casa senza chiavi

SOTIRIOS PASTAKAS

Qualche sera fa sedevamo con mia moglie al Passerella e guardavamo l’antico teatro di Larissa godendoci i nostri drink, vodka al limone e Johnnie con ghiaccio, quando, fra i vari amici cui capitava di passare e salutarci, s’è avvicinato un ciclista con la coda di cavallo e i bermuda.

Un bel tipo magro, che ci inquadrava fra i palmi della mano con cui disegnava una macchina fotografica. “Peccato”, dice a mia moglie, “che non ho con me la macchina; siete da foto”. Non me lo ricordavo affatto ma quel tipo, amico di amici, una notte d’inverno di alcuni mesi prima, ci aveva fotografato, me, mia moglie e la nostra compagnia, in un altro noto bar di Larissa, il Madàto. Non dubito che il mio proprio vuoto ad un certo momento finirà per essere coperto dalle fotografie di quel tipo, e chi lo sa quali altre foto in altri bar usciranno poi fuori.

La nostra memoria non è solida come un edificio.

È una casa dove ogni volta che infiliamo la chiave, entriamo in un luogo con una disposizione diversa: qui hanno demolito un muro, lì hanno costruito una porta.

Ogni volta che visitiamo la nostra memoria, l’arredamento è diverso, e anche la decorazione cambia: un nuovo quadro che non ricordavamo, una vecchia poltrona che dev’essere messa a posto, una sedia di paglia con la seduta forata.

E se, dopo oltre un secolo di psicoanalisi, tutti abbiamo imparato a vedere il nostro passato in questo modo, ormai nell’era di Matrix abbiamo accettato che la memoria è una casa senza chiavi.

In ogni caso, non siamo mai stati gli unici proprietari del nostro personale passato. Il nostro passato è una casa senza chiavi, una villa sotto occupazione, una comune dove va e viene un mare di gente, e dove non c’è bisogno di chiavi. Chi per caso entra nella nostra vita, visita e sistema la casa a seconda dei gusti del momento. Ho avuto clienti che ricordavano fittizi episodi incestuosi, colleghi che dei numerosi viaggi spesati non ricordavano non solo in che città ma nemmeno in che paese si trovasse l’una o l’altra cattedrale, o il museo x o y, si trattasse del Louvre, del British, del MOMA.

Mnemòsine, figlia di Gea e d’Urano, dormì con Zeus per nove giorni consecutivi. E’ così che furono create le nove Muse.

Chi voleva consultare l’oracolo di Trofònio, in Beozia, doveva bere a turno da due fonti chiamate “Lete” e “Mnemòsine” (perché si dimenticasse il passato e la memoria iniziasse dal presente). Fa bene dimenticare, perché è come cancellare il disco rigido e aggiungere nuove nuove funzionalità di registrazione.

Memoria, falsa memoria, memoria latente, oblio selettivo, mitizzazioni, aspettative deformate, sovrapposizione di persone e di eventi e il nonno d’un caro amico che si chiedeva: “Ieri notte ho fatto delle proposte sconce a quella; non era mia figlia, vero?” e indicava timidamente sua moglie.

“Nella Teogonia di Esiodo, i re e i poeti ricevono la forza del loro discorso autoritario, dal proprio dominio su Mnemòsine e dai rapporti speciali con le Muse”, leggo nella Mitologia che ho sfogliato impaurito subito dopo l’avvenimento all’antico teatro di Larissa. Non credo sia necessaria una spiegazione scientifica per capire rapporto abbiano i nostri poeti e i politici con Mnemòsine: hanno consegnato le chiavi a tutti noi, tempo fa.

__________

Πριν μερικά βράδια καθόμασταν με τη γυναίκα μου στην Πασαρέλα και βλέπαμε το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας απολαμβάνοντας τα ποτά μας, βότκα λεμόνι και τζόνι με πάγο, όταν μεταξύ των άλλων γνωστών που έτυχε να περάσουν και να μας χαιρετήσουν πλησίασε κι ένας ποδηλάτης με αλογοουρά και βερμούδα.

Ωραίος τυπάκος, αδύνατος, που μας κεντράριζε μέσα από τις δυο του παλάμες, σε σχήμα φωτογραφικής μηχανής. «Κρίμα», λέει στη γυναίκα μου, «που δεν έχω μαζί μου τη μηχανή, είστε για φωτογραφία». Δεν το θυμόμουν καθόλου, αλλά ο τυπάκος, γνωστός γνωστών, ένα χειμωνιάτικο βράδυ πριν λίγους μήνες μάς είχε φωτογραφίσει, εμένα, τη γυναίκα μου και την παρέα μας, σε ένα άλλο γνωστό μπαρ της Λάρισας, στο Μαντάτο. Δεν αμφιβάλλω πως το δικό μου κενό θα το καλύψουν κάποια στιγμή οι φωτογραφίες του τυπάκου και ποιος ξέρει ποιες άλλες φωτογραφίες σε άλλα μπαρ θα βγουν κάποια στιγμή στη φόρα.

Η μνήμη μας δεν είναι στέρεη σαν οικοδόμημα.

Είναι ένα σπίτι όπου κάθε φορά που βάζεις το κλειδί μπαίνεις και σ’ έναν χώρο με διαφορετική διαρρύθμιση: εδώ έχουν γκρεμίσει ένα ντουβάρι, εκεί έχουν χτίσει μια πόρτα.

Η επίπλωση είναι διαφορετική κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τη μνήμη μας, η διακόσμηση επίσης αλλάζει: ένα καινούργιο κάδρο που δεν θυμόμασταν, μια παλιά πολυθρόνα που χρειάζεται συντήρηση, μια ψάθινη καρέκλα με τρύπιο πάτο. Κι αν όλοι μας μάθαμε να βλέπουμε έτσι το παρελθόν μας χάρη σε έναν και πλέον αιώνα ψυχανάλυσης, τώρα πια στην εποχή του Matrix έχουμε αποδεχτεί πως η μνήμη είναι ένα σπίτι χωρίς κλειδιά.

Ποτέ δεν ήμασταν έτσι κι αλλιώς οι μοναδικοί ιδιοκτήτες του προσωπικού μας παρελθόντος. Το παρελθόν μας είναι ένα σπίτι χωρίς κλειδιά, μια βίλα που τελεί υπό κατάληψη, ένα κοινόβιο στο οποίο μπαινοβγαίνει πλήθος κόσμου και για το οποίο δεν χρειάζονται κλειδιά. Ο καθένας που έτυχε να μπει στη ζωή μας το επισκέπτεται και το διαμορφώνει ανάλογα με τα γούστα της στιγμής. Είχα πελάτες που θυμoύνταν πλασματικά αιμομικτικά επεισόδια, συναδέλφους που δεν θυμoύνταν από τα πολλά πληρωμένα ταξίδια όχι μόνο σε ποια πόλη αλλά ούτε καν τη χώρα όπου βρίσκεται ο τάδε ή ο δείνα καθεδρικός, το άλφα και βήτα μουσείο, κι αν ήταν το Λούβρο ή το Βρετανικό ή το ΜΟΜΑ.

Η Μνημοσύνη, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, κοιμήθηκε με τον Δία για εννέα συνεχόμενες μέρες και έτσι δημιουργήθηκαν οι εννέα Μούσες.

Όσοι ήθελαν να συμβουλευτούν το μαντείο του Τροφωνίου, στη Βοιωτία, έπρεπε να πιουν εναλλάξ από δύο πηγές, που αποκαλούνταν «Λήθη» και «Μνημοσύνη» (προκειμένου να λησμονείται το παρελθόν και η μνήμη να ξεκινά απ’ το παρόν). Είναι υγιές να ξεχνάμε, γιατί είναι σαν να σβήνουμε τον σκληρό δίσκο και να του προσδίδουμε νέες δυνατότητες εγγραφής.

Μνήμη, ψευδής μνήμη, λανθάνουσα μνήμη, επιλεκτική λήθη, μυθοπλασίες, παραμυθίες, αλληλοεπικάλυψη προσώπων και γεγονότων και ο παππούς αγαπημένου φίλου που αναρωτιόταν: «Έκανα ανήθικες προτάσεις σ’ αυτήν ψες το βράδυ, δεν ήταν η κόρη μου, έτσι;» κι έδειχνε ντροπαλά ντροπαλά τη γυναίκα του.

«Στη Θεογονία του Ησίοδου οι βασιλείς και οι ποιητές λαμβάνουν τις δυνάμεις του εξουσιαστικού τους λόγου από την κατοχή τους επί της Μνημοσύνης και των ειδικών σχέσεών τους με τις Μούσες» διαβάζω στη Μυθολογία που ξεφύλλισα έντρομος αμέσως μετά το περιστατικό στο Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας. Ποια σχέση έχουν οι δικοί μας ποιητές και πολιτικοί με τη Μνημοσύνη δεν νομίζω πως χρειάζεται κάποια επιστημονική εξήγηση: έχουν παραδώσει τα κλειδιά προ πολλού σε όλους μας.

 

NOTA AL TESTO

Questo racconto è tratto da: Sotirios Pastakas, Il dottor Ψ e I suoi pazienti. 66 brevi racconti dal gabinetto di uno Psichiatra (Melani editore, Atene, 2015, 205 pagine)

Uno psichiatra che evita la compagnia dei suoi colleghi (che, comunque, oserva inesorabilmente e registra tic e comportamenti), e preferisce l’amicizia con musicisti, pittori, poeti, attori, drogati, avanzi da galera e stravaganti. Uno psichiatra che scrive poesie parla con umorismo e auto-ironia sui grandi temi psichiatrici: la perdita, l’amore, l’amicizia, il sesso, l’alcool, le droghe, l’auto-consapevolezza e prescrive dei medicinali inesistenti. Fra la realtà e le menzogne ​​delle linee di cui sopra, il lettore scoprirà da sé quello che già sapevamo dal titolo: il bugiardo e psichiatra dottore Ψ (Psi).

Sotirios Pastakas Il dottor Ψ e I suoi pazienti 66 brevi racconti dal gabinetto di uno Psichiatra (Melani editore, Atene, 2015, 205 pagine)

Sotirios Pastakas
Il dottor Ψ e I suoi pazienti
66 brevi racconti dal gabinetto di uno Psichiatra (Melani editore, Atene, 2015, 205 pagine)

 

[cite]

 

tysm review
philosophy and social criticism
vol. 31, issue no. 34 may 2016
issn: 2037-0857
creative commons license this opera by t ysm is licensed under a creative commons attribuzione-non opere derivate 3.0 unported license.
based on a work at www.tysm.org